- μαστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους μαστούς (α. «μαστικός αδένας» β. «μαστική αρτηρία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek